- μουσουργικός
- μουσουργ-ικός, ή, όν,A of or for a musician, Poll.4.57.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουσουργικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσουργικός — ή, ό (ΑΜ μουσουργικός, ή, όν) [μουσουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσουργία 2. σχετικός με μωσαϊκό («μουσουργικαὶ ψηφίδες» ψηφίδες που προορίζονται για μωσαϊκό) … Dictionary of Greek
μουσουργικοῖς — μουσουργικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)